- κοκόνα
- η1. (ως προσηγορία γυναικών αριστοκρατικής καταγωγής) κυρία, κυρά, δέσποινα2. (ως θωπευτική προσηγορία γυναίκας) αγαπητή, καλή3. ειρων. αυτή που κάνει τη μεγάλη κυρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμαν. cocoană].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκόνα — η 1. ονομασία γυναικών αρχοντικής καταγωγής, κυρία, κυρά. 2. ονομασία χαϊδευτική γυναίκας και μάλιστα κόρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκονίτσα — η (υποκορ. τού κοκόνα), μικρή κοκόνα ή κόρη τής κοκόνας … Dictionary of Greek
κόνα — η κοκόνα, κυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκόνα, με συγκοπή τής πρώτης συλλαβής] … Dictionary of Greek
cocon — COCÓN1, coconi, s.m. 1. (pop.) Termen de politeţe care denumeşte un bărbat; domn. 2. (înv. şi pop.) Fiu, fecior (aparţinând unor părinţi din clasele sociale înalte). 3. (înv. şi reg.) Copil mic, abia născut, prunc. [var.: cucón s.m., cónul … Dicționar Român